ερυθρόφαιος

ερυθρόφαιος
ος , ον красно-серый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ερυθρόφαιος" в других словарях:

  • ερυθρόφαιος — η, ο 1. αυτός που έχει χρώμα ερυθρό που αποκλίνει προς το φαιό, ο σταχτοκόκκινος, ο γκριζοκόκκινος 2. αυτός που είναι σε μερικά μέρη ερυθρός και σε άλλα φαιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + φαιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξαυέριο Λάνδερερ] …   Dictionary of Greek

  • ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»